- πεντάεθλος
- πεντᾰεθλος1 competitor in the pentathlon
εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις N. 7.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις N. 7.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πεντάεθλος — ον, Α (ποιητ. και ιων. τ.) βλ. πένταθλος … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek